υποκρατηρίδιον

υποκρατηρίδιον
και ιων. τ. ὑποκρητηρίδιον, τὸ, Α
έδρα, βάση κρατήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κρατήρ/κρητήρ + κατάλ. -ίδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκρητηρίδιον — ὑποκρατηρίδιον stand of a neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκρατήριον — και ιων. τ. ὑποκρητήριον, τὸ, Α ὑποκρατηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατήρ/κρητήρ] …   Dictionary of Greek

  • υποκρητηρίδιον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. ὑποκρατηρίδιον …   Dictionary of Greek

  • ὑποκρατηριδίου — ὑποκρᾱτηριδίου , ὑποκρατηρίδιον stand of a neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”